- στύφνος
- Μονοετής άγρια πόα της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα). Αφθονεί στην Ελλάδα, σε καλλιεργημένους αλλά και χέρσους αγρούς και τρώγεται συνήθως βραστός. Τα άνθη του είναι μικρά, λευκά, με 5 μυτερούς λοβούς και τα φύλλα του ωοειδή, μυτερά, με χείλη κυματιστά. Οι καρποί του, που έχουν μέγεθος μπιζελιού, αρχικά είναι πράσινοι και έπειτα γίνονται σχεδόν μαύροι. Οι καρποί αυτοί μπορούν να προκαλέσουν δηλητηριάσεις γιατί περιέχουν σολανίνη. Ο σ. λέγεται επιστημονικά σολανό.
Κλαδί στύφνου με καρπούς.
* * *ο, Νβοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Solanum nigrum, γνωστού και ως αγριοντοματιά, που τρώγεται ως λαχανικό.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού στρυφνός / στρύχνος].
Dictionary of Greek. 2013.